- οχλαγωγικός
- η , ό[ν] шумный, возбуждённый (о толпе); бунтарский, анархический, демагогический (о действиях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οχλαγωγικός — ή, ὁ (Α ὀχλαγωγικός, ή, όν) [οχλαγωγός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλαγωγία, θορυβώδης 2. αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται από οχλαγωγία 3. δημαγωγικός, στασιαστικός αρχ. 1. αυτός που προσελκύει και παρασύρει τον λαό με σκοπό… … Dictionary of Greek
οχλαγωγικός — ή, ό αυτός που γίνεται με οχλαγωγία, θορυβώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀχλαγωγικήν — ὀχλαγωγικός quackish fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)